συμμαχικῶν

συμμαχικῶν
συμμαχικός
of
fem gen pl
συμμαχικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυμμαχικῶν — συμμαχικῶν , συμμαχικός of fem gen pl συμμαχικῶν , συμμαχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλεξάντερ, Χάρολντ Τζορτζ — (Harold George Alexander, Κομητεία Τάιρον, Ιρλανδία 1891 – 1969). Βρετανός στρατάρχης. Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων κατά την εκκένωση της Δουνκέρκης, το 1940, ανέλαβε το 1942 τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων Μέσης Ανατολής και αργότερα,… …   Dictionary of Greek

  • σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντλεϊ, Ομάρ Νέλσον — (Brandley, Κλαρκ, Μισούρι 1893 – 1981). Αμερικανός στρατηγός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, όπου και δίδαξε αργότερα, καθώς και στις στρατιωτικές σχολές του Καλεγίου της Νότιας Ντακότα, της Σχολής Πεζικού κ.ά. Υπηρέτησε σε… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Σαράιγ, Μωρίς Πωλ Εμμανουήλ — (Sarrail). Γάλλος στρατηγός (1856 1929). Το 1900, με το βαθμό του ταγματάρχη διορίστηκε υπασπιστής του στρατηγού Αντρέ, υπουργού των Στρατιωτικών. Από την εποχή αυτή άρχισαν και οι επαφές του με πολιτικούς κύκλους, στις τάξεις των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Φος, Φερδινάνδος — (Foch, 1851 – 1929). Γάλλος στρατάρχης. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και το 1873 κατατάχθηκε στο στρατό ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Αργότερα δίδαξε στρατιωτική τακτική στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου, της οποίας έγινε διοικητής… …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”